κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… … Dictionary of Greek
ορτανσία — Κοινή ονομασία πολλών ειδών και ποικιλιών, που ανήκουν στο γένος υδράνζεα ή υδραγγείο της οικογένειας των Σαξιφραγιδών (δικοτυλήδονα) και κατάγονται από την κεντρική Ασία και την Αμερική. Το γνωστότερο είδος, που καλλιεργείται ευρύτατα στους… … Dictionary of Greek
πολυμηνόρροια — η, Ν ιατρ. εμφάνιση εμμηνορρυσίας ανά διαστήματα μικρότερα τών 24 ημερών, που οφείλεται σε συντόμευση τής φάσης τής ωρίμασης τού ωοθυλακίου είτε τής φάσης τού ωχρού σωματίου ή ακόμη και σε έλλειψη ωορρηξίας, οπότε συνεπάγεται στειρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… … Dictionary of Greek
χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού … Dictionary of Greek
χοριογοναδοτροπίνη — η, Ν (βιοχ.) ορμόνη γλυκοπρωτεϊνικής σύστασης, παραπλήσια με τις γοναδοτρόπους ορμόνες τής υπόφυσης, η οποία διατηρεί τη λειτουργία τού ωχρού σωματίου τής κύησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chorionic gonadotropin < χόριο +… … Dictionary of Greek
ωχρότητα — η / ὠχρότης, ητος, ΝΜΑ [ὠχρός] η ιδιότητα τού ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.) νεοελλ. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα … Dictionary of Greek
Μπούτεναντ, Άντολφ Φρίντριχ Γιοχάνες — (Adolph Friedrich Jochannes Butenandt, Βεσερμί ντε Λέχε 1903 – 1995). Γερμανός βιοχημικός. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν, όπου και πήρε το δίπλωμά του το 1927. Το 1939 τιμήθηκε μαζί με τον Ρούζιτσκα με το βραβείο Νόμπελ για τη Χημεία, το οποίο η… … Dictionary of Greek
ωχρότητα — η η ιδιότητα του ωχρού, η χλομάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)